Dictionary of Greek. 2013.
γρᾴδιον — γραίδιον old hag neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραΐδιο — το (AM γραΐδιον, Α και γρᾴδιον) [γραΐς] 1. γριούλα, μικροσκοπική γριά 2. πονηρή γριά, παλιόγρια … Dictionary of Greek